Δεύτε λάβετε δηλητήριο

ένα κείμενο εμπνευσμένο από τους πίνακες του
Στέλιου Ερμογενίδη που παρουσιάστηκαν στην δεύτερη ατομική του έκθεση με τίτλο PAIN T

Στόματα ανέστια, πρόσωπα πρόσχαρα, κενοτάφια μιας χαοτικής κοινωνίας που τελειώνει πριν καν προσπαθήσει. Έρωτας που λυγάει σαν η μηχανή του σώματος ματώνει από μαρασμό, σαν ο πόνος γίνεται καθοριστική προσωδία και οι σχέσεις πάνε κατά διαόλου από το πρώτο άνοιγμα των χειλιών μέχρι το σφαλιστό κράτημα αυτών. Η φρίκη και το ψέμα που αράζει στον σύγχρονο άνθρωπο σαν δαιδαλώδες δηλητήριο κατακρεουργώντας την άπιστη πίστη σε μια ζωή άρρηκτα δεμένη με μια παράδοση άνευ όρων. Η συντριβή των συναισθημάτων, η συνειδητή ανυπακοή σε αυτά και η υποσυνείδητη υπακοή στα μύχια της ψυχής. Ένας ανεξερεύνητος αποτροπιασμός που ομοιώθηκε με το «είναι» του κάθε ανδρόγυνου που συνεχίζει να ταΐζει τον σκανδιναβικό μύθο.
Το προπατορικό αμάρτημα που οδήγησε στη σταύρωση κι έπειτα στο μακελειό εις το όνομα του Ενός και των Αγίων απέναντι. Ένα μακελειό που ριζώθηκε για τα καλά στον οικογενειακό κλοιό που πνίγει τα παιδιά ανατρέφοντάς τα με το κουτάλι χωμένο στο λαρύγγι, τρομοκρατώντας τα μια για πάντα, φέρνοντάς τα στο κατώφλι ενός βιασμού που θα περάσει από σώμα σε σώμα κι από ψυχή σε πνοή. Το «γαμήσι» του σύγχρονου λοβοτομημένου κανίβαλου, τα καρέ μιας ταινίας με απασφαλισμένη φρικαλεότητα όπου αυτοί που βλέπεις σίγουρα δεν είναι. Οι νόμοι των ηλίθιων νυχτερινών εξόδων όπου οι πάντες αναζητούν την λήθη που τους αναλογεί. Ο εντεταλμένος κώδικας ζωής, οι εντεταλμένες ερωτικές σχέσεις, η εντεταλμένη κουλτούρα, οι εντεταλμένες σκέψεις, οι εντεταλμένες σεξουαλικές πράξεις, η επιβολή του πόνου στον άλλον, η επιβολή στη σιωπή, η αποβολή του «τέρατος» απ’ τον άλλον, η αποβολή της κραυγής. Μαριονέτες όλοι μιας απαράμιλλης σιωπής, μιας έχθρας που ξεπαστρεύει μεθοδικά και μειλίχια την αλήθεια και τα νεύματα. Δεν μιλάμε με πράξεις πια, ξερνάμε τροχιές εξαναγκασμού κρύβοντας τις τσαλαπατημένες μορφές μας στην εξαπάτηση και στους δρόμους της καλοαναθρεμμένης πόλης μας. Στήνουμε προτομές των συντρόφων μας για να τους πάρουμε το κεφάλι, βρικόλακες σκανδάλων είμαστε, κόλακες με δημοσιοσχετίστικους αλαλαγμούς, ερωτικές φυλακές κι ερωτικές περιστροφές από την μια αγάπη στην και πάλι.    
Δεύτε λάβετε δηλητήριο λοιπόν, δαιδαλώδες δηλητήριο για να μην υπάρξει διαφυγή, να ρημάξει τις φλέβες σε χίλιους δυο θανάτους, να σκορπίσει και να εξαπλωθεί, να τρέξει η ταινία σαν αμάξι χωρίς χιλιόμετρα, να λογιστεί ανήμπορος ο ένας για τον άλλον, να λυτρωθεί στη ρίμα της αγάπης κ’ ύστερα να ξαναχαθεί κλίνοντας σ’ όλους τους χρόνους τη λέξη «απώλεια» που γεννάει καινούργιους σταυρούς, καινούργια μακελειά, καινούργιες ήττες κι αξημέρωτους αποτροπιασμούς. Αυτό που βλέπεις, αυτό δεν είναι. Είμαστε μια αντίφαση που κουβαλάει το σώμα μας, ένα φανταχτερό τσούρμο λωποδυτών και καθαρμάτων με το μίσος σφιγμένο καλά στο στόμα μας και την ανημποριά στα σκέλια μας. Τα μερόνυχτα περνούν από δίπλα μας σαν εφήμεροι επισκέπτες, οι έρωτες ουρλιάζουν από πείνα, τα σώματα καυλώνουν με την δυστυχία, οι γλώσσες ξεδιψάνε με το μίσος, τα μάτια πεθαίνουν με το πρώτο άγγιγμα του αντίχειρα, οι λέξεις δεν μαθαίνουν, οι καρδιές δεν πάλλονται ευγενικά μα πρόστυχα, τα δόντια μυρίζουν σαπίλα, η πείνα μυρίζει θάνατο, η ανάγκη βιασμό, η γέννηση εξαναγκασμό, η συντριβή έρχεται μέσα σε κλουβί φορώντας τα εξαιρετικά κουρέλια σου μάρκας, «No Existence». Κρυμμένοι μέσα σε κάτι, σκεβρωμένοι μέσα σε κάποιον άλλον, στραγγαλισμένοι από ξέχειλες ανάγκες, κολλημένοι σε δρόμους που θέλουν να φτάσουν, αναγκαστικά και με το ζόρι, μέσα σ’ ένα συρφετό επιθετικότητας και στο λαιμό ένα πολυκαιρισμένο σενάριο αρπακτικής νεκροφιλίας. Κραυγές σε φορμόλη, μάτια αδειανά, μάτια τρία κι ο λογαριασμός απλήρωτος, είμαστε φτιαγμένοι από σκατά και αίμα που έγραψαν και κάποιοι κάποτε, είμαστε παραμορφωμένοι, ευνουχισμένοι, μ’ ένα ποτήρι ξύδι στο δεξί κι ένα φίδι να γλείφει τους κροτάφους μας, να ξεριζώνει τα αρχέγονα ένστικτά μας απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Το αιώνιο φίδι, το πρώτο φίδι, εκείνο που πέρασε την ακάθαρτη γυναίκα στα σκέλια του πρώτου ακάθαρτου άντρα.
Δεύτε λάβετε δηλητήριο κ‘ ύστερα τίποτε.
Αφήστε τα υπόλοιπα να κάνουν τα δικά τους μέσα σας και εις τον αιώνα των αιώνων ο πόνος να τρέχει σαν κάθαρμα και για πάντα ελεύθερα, ψελλίζοντας και βήχοντας ένα καταραμένο ψευδόμενο «αμήν».