Ένας Αναρχικός

Αλλά, συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Από κάτι που είπαν οι ξένοι, το κέφι του έπεσε. Ιδέες μελαγχολικές – des idees noires – χύμηξαν στο μυαλό του. Όλος ο κόσμος έξω από το καφέ, του εμφανίστηκε σαν ένας κακόβουλος τόπος, όπου πλήθος φτωχοί, δυστυχισμένοι ήσαν αναγκασμένοι να δουλεύουν σαν σκλάβοι, με μόνο αποτέλεσμα λίγα άτομα να κυκλοφορούν με τις άμαξες και να ζουν άσωτα σε παλάτια. Ντράπηκε για την ευτυχία του. Ο οίκτος για τη σκληρή μοίρα του ανθρώπινου είδους, έκανε τη καρδιά του να μαραζώσει. Με φωνή πνιγμένη από λύπη, προσπάθησε να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα. Του φαινόταν, ότι πότε έκλαιγε και πότε έβριζε.
Οι δυο καινούργιες γνωριμίες του βιάστηκαν να χειροκροτήσουν την ανθρωπιστική περιφρόνησή του. Μάλιστα! Το μέγεθος της αδικίας στον κόσμο ήταν αληθινά σκανδαλώδες. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να τα βγάλει κανείς πέρα με τη διεφθαρμένη κατάσταση της κοινωνίας. Να γκρεμίσει ολόκληρο το sacree boutique (ιερό – απαραβίαστο μαγαζί). Να τινάξει στον αέρα όλο το ανήθικο παραμύθι.
Τα κεφάλια τους αιωρούνταν πάνω από το τραπέζι. Του ψιθύριζαν λόγια ενθαρρυντικά δεν νομίζω ότι περίμεναν ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Ήταν εντελώς μεθυσμένος – εξωφρενικά μεθυσμένος. Με ένα γρύλισμα οργής, πήδησε ξαφνικά πάνω στο τραπέζι. Κλωτσώντας πέρα τα μπουκάλια και τα ποτήρια, ούρλιαξε: «Vive lanarchie! Θάνατος στους καπιταλιστές!». Φώναζε αυτή τη φράση ακατάπαυστα. Ολόγυρά του, έπεφταν σπασμένα μπουκάλια, καρέκλες εκτινάσσονταν στον αέρα, άνθρωποι άρπαζαν ο ένας τον άλλον από το λαιμό. Η αστυνομία έκανε ντου. Χτυπιόταν, δάγκωνε, έγδερνε και πάλευε, ώσπου του κατέβασαν κάτι με δύναμη στο κεφάλι…
Βρήκε τις αισθήσεις του σε ένα κελί της αστυνομίας, κατηγορούμενος για επίθεση, στασιαστικά συνθήματα, και αναρχική προπαγάνδα.

Την ώρα που στεκόταν έξω στο δρόμο, ανήσυχος και ταραγμένος, τον πλεύρισε ένας μεσόκοπος άντρας που του συστήθηκε και εκείνος ως μονταδόρος μηχανικός. «Ξέρω ποιος είσαι», του είπε. «Έχω παρακολουθήσει τη δίκη σου. Είσαι εντάξει σύντροφος, και οι ιδέες σου είναι ακέραιες. Αλλά, ο διάολος να πάρει, δεν θα μπορέσεις να βρεις δουλειά πουθενά πια. Αυτοί οι μπουρζουάδες θα συνωμοτήσουν για να πεθάνεις της πείνας. Έτσι κάνουν αυτοί. Μην περιμένεις έλεος από τους πλούσιους».  

«Όχι,!», φώναξε. «Ήταν ένας βίος αβίωτος!». Να με παρακολουθεί η αστυνομία, να με παρακολουθούν οι σύντροφοι, δεν άνηκα πια στον εαυτό μου! Τι να σας πω, ούτε ανάλυψη μερικών φράγκων από τις καταθέσεις μου στην τράπεζα δεν μπορούσα να κάνω, χωρίς να έχει στήσει καρτέρι στην πόρτα της τράπεζας κάποιος σύντροφος για να δει μπας και το σκάσω! Και οι περισσότεροι δεν ήσαν, ποιος λίγο, ποιος πολύ, παρά λωποδύτες. Οι έξυπνοι, εννοείται. Λήστευαν τους πλούσιους, έλεγαν ότι έπαιρναν πίσω αυτά που τους άνηκαν. Όταν είχα κατεβάσει μερικά ποτήρια, τους πίστευα. Υπήρχαν, επίσης, οι ανόητοι και οι τρελοί. Des exaltes quoi! (οι ενθουσιώδεις – πως είπατε;). Όταν ήμουν πιωμένος, τους αγαπούσα. Όταν έπινα κι άλλο, θύμωνα με τον κόσμο. Αυτή ήταν η καλύτερη φάση. Έβρισκα καταφύγιο από τη μιζέρια στην οργή. Αλλά δεν γίνεται να είναι κανείς συνέχεια μεθυσμένος – nest-ce pas, monsieur; Και όταν ήμουν νηφάλιος, φοβόμουν να ξεκόψω. Θα με σουβλίζανε σαν γουρούνι».

Σύντροφε! Monsieur! Αχ, τι ωραία λέξη! Και εκείνοι οι δυο, τέτοιοι που ήσαν, την έκαναν καταραμένη. Τους κοίταξα. Θυμόμουν τα ψέματά τους, τις υποσχέσεις τους, τις απειλές τους, και όλες τις μέρες της δυστυχίας μου. Γιατί δεν με είχαν αφήσει στην ησυχία μου, όταν δραπέτευσα από τη φυλακή; Τους κοίταξα, και σκέφτηκα ότι όσο ζούσαν δεν θα ήμουν ποτέ ελεύθερος. Ποτέ. Ούτε εγώ, ούτε άλλοι σαν κι εμένα, με ζεστή καρδιά και αδύναμο μυαλό. Γιατί, το ξέρω, monsieur, δεν έχω γερό μυαλό. Ένας μαύρος θυμός με είχε πλακώσει – ο θυμός του απόλυτου εθισμού – αλλά, όχι στην κοινωνική δικαιοσύνη. Α, όχι!
«Πρέπει να ζήσω ελεύθερος!», φώναξα, σαν λυσσασμένος.
«Vive la liberte!», ουρλιάζει εκείνος ο ρουφιάνος, ο Μαφίλ. «Mort aux bourgeois, που μας έστειλαν στην Καγιέν! Δεν θα αργήσουν να καταλάβουν ότι είμαστε λεύτεροι».
Ο ουρανός, η θάλασσα, ο ορίζοντας, είχαν γίνει κόκκινοι, κόκκινοι στο χρώμα του αίματος, ένα γύρω στη βάρκα. Τα μηνίγγια μου χτυπούσαν τόσο δυνατά, που απορούσα πως δεν τα άκουγαν. Πως κι έτσι; Πως γινόταν και δεν καταλάβαιναν;
Άκουσα τον Σιμόν να ρωτάει: «Δεν κάναμε πια αρκετό κουπί;»
«Ναι, αρκετά», είπα. Τον λυπόμουν αυτόν, τον άλλον ήταν που μισούσα. Σήκωσε τα κουπιά, αφήνοντας έναν δυνατό αναστεναγμό, και καθώς ύψωνε το χέρι να σκουπίσει το μέτωπό του, με το ύφος ανθρώπου που έχει τελειώσει τη δουλειά του, τράβηξα τη σκανδάλη και τον πυροβόλησα, ίσια στην καρδιά, από το γόνατο, όπως ήμουν καθισμένος.
Σωριάστηκε κάτω, με το κεφάλι του κρεμασμένο έξω από το πλευρό της βάρκας. Δεν του έριξα δεύτερη ματιά. Ο άλλος άφησε μια διαπεραστική κραυγή. Μια, μόνο, κραυγή φρίκης. Ύστερα όλα έμειναν ακίνητα.
Γλίστρησε από τον πάγκο, και γονατίζοντας, σήκωσε τα δεμένα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του, σε μια στάση ικεσίας.
«Έλεος», ψιθύρισε, σβησμένα. «Λυπήσου με! – σύντροφε».
«Αχ, σύντροφε», είπα, με χαμηλή φωνή. «Ναι, βέβαια, σύντροφε. Καλά, εμπρός, φώναξε Vive lanarchie».
Τίναξε ψηλά τα χέρια του, το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό και το στόμα ορθάνοιχτο σε ένα ουρλιαχτό απελπισίας, «Vive lanarchie! Vive…»
Σωριάστηκε, με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Τους έριξα και τους δυο έξω από τη βάρκα. Πέταξα μακριά και το περίστροφο. Μετά κάθισα να ηρεμήσω. Επιτέλους, ήμουν ελεύθερος! Επιτέλους.
………………………………………………………..

Αποσπάσματα μέσα από το βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ, Ένας Αναρχικός
Μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου, εκδόσεις Ερατώ
Η ζωγραφιά είναι του Thornton Oakley και μέσα από το Harper's Monthly Magazine τεύχος 113, Ιούνιος – Νοέμβρης 1906 όπου και πρωτοδημοσιεύθηκε ο Αναρχικός.